Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… … Dictionary of Greek
Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, Γιόχαν Πάουλ Φρίντριχ — (Richter, Βουνζίντελ, Φραγκονία 1763– Μπαϊρόιτ 1825). Γερμανός συγγραφέας και παιδαγωγός. Άρχισε τις θεολογικές σπουδές του στη Λιψία και τις διέκοψε το 1784 για vα αφιερωθεί στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. Το 1790 ίδρυσε το δημοτικό σχολείο… … Dictionary of Greek
εθνικισμός — Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει… … Dictionary of Greek
Αραβαντινός, Πάνος — (Κέρκυρα 1886 – Παρίσι 1930).Ζωγράφος και σκηνογράφος. Άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αργότερα o πατέρας του, επειδή αντιλήφθηκε τη μεγάλη κλίση του στη ζωγραφική, τον έστειλε να σπουδάσει στην… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ζίγκφριντ — (Siegfried Wagner, 1865 1930). Γερμανός μουσικός. Γιος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, χρημάτισε διευθυντής ορχήστρας και διετέλεσε γενικός διευθυντής του βαγκνερικού θεάτρου στο Μπαϊρόιτ … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ότο — (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και,… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ-Λιστ, Κόζιμα — (Kozima Liszt Wagner, Ελβετία 1837 – Μπαϊρόιτ 1930). Σύζυγος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, κόρη του Φραντς Λιστ και της κόμισσας Μαρί ντ’ Αγκού, από την οποία κληρονόμησε την αριστοκρατική υπεροψία και το ένστικτο της αδιάκοπης δράσης. Στο σαλόνι της… … Dictionary of Greek